collogen

collogen
variant of collagen

* * *

collogen

Useful english dictionary. 2012.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κολλαγόνος — και κολλογόνος, ο, θηλ. και α 1. αυτός που παράγει ή περιέχει κολλώδη ύλη 2. το ουδ. ως ουσ. το κολλαγόνο (βιοχ.) πρωτεΐνη η οποία αποτελεί συστατικό τών λευκωπών, μάλλον μη ελαστικών, ινών μεγάλης εκτατικής αντοχής, που βρίσκονται στους τένοντες …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”